- πεδητάς
- πεδητά̱ς , πεδητήςone who fettersmasc acc plπεδητά̱ς , πεδητήςone who fettersmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεδήτας — πεδήτᾱς , πεδήτης one fettered masc acc pl πεδήτᾱς , πεδήτης one fettered masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεδητής — και δωρ. τ. πεδητάς, ὁ, Α [πεδῶ] 1. αυτός που δεσμεύει κάποιον, δεσμευτής 2. μτφ. αυτός που κωλύει, εμποδίζει κάποιον … Dictionary of Greek